- μαγνητόμετρο
- τοσυσκευή που προορίζεται για τη μέτρηση ενός μαγνητικού πεδίου ή μαγνητικής ροπής με τη βοήθεια μαγνητικής βελόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερομαγνητόμετρο — το τεχνολ. ηλεκτρονικό μαγνητόμετρο που χρησιμοποιείται για μετρήσεις τού γεωμαγνητικού πεδίου από αεροσκάφη … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek